- παρατηρούμαι
- παρατηρούμαι, παρατηρήθηκα, παρατηρημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:παρατηρούμαι : χρησιμοποιείται κυρίως στο γ' πρόσ. (παρατηρείται, παρατηρούνται κτλ.).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περιβλέπω — ΝΑ 1. κοιτάζω γύρω γύρω, ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυρα αναζητώντας κάποιον ή κάτι με τα μάτια 2. κοιτάζω κάποιον με θαυμασμό, τιμώ, σέβομαι 3. παθ. περιβλέπομαι παρατηρούμαι από όλους με θαυμασμό, θαυμάζομαι, τιμώμαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) α)… … Dictionary of Greek
παρατηρώ — παρατήρησα, παρατηρήθηκα, παρατηρημένος 1. παρακολουθώ, εξετάζω: Παρατηρώ τις αντιδράσεις των παιδιών στην τάξη. 2. βλέπω, διακρίνω, διαπιστώνω: Τελευταία παρατήρησα κάποια μεταβολή στις σχέσεις σου μαζί μου. 3. ελέγχω, κατακρίνω, μαλώνω: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)